- λογοκόπος
- οαυτός που λέει πολλά χωρίς να πραγματοποιεί τίποτε, ο αερολόγος: Βαρέθηκα τους λογοκόπους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λογοκόπος — ο αυτός που λέει μεγάλα και κενά λόγια ή που δίνει πολλές υποσχέσεις αλλά δεν τίς τηρεί, φλύαρος, λογάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * κόπος (< κόπτω), πρβλ. δημο κόπος, μεθο κόπος] … Dictionary of Greek
λογο- — (AM λογο ) α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που σημαίνει ότι το δηλούμενο από τη σύνθετη λέξη γίνεται με λόγια (πρβλ. λογειατρία, λογόγριφος, λογοπαίγνιο) ή έχει γενικότερα ως αντικείμενο τον λόγο (πρβλ. λογογράφος, λογοκλόπος,… … Dictionary of Greek
λογοκοπία — η λογοκόπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογοκόπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Νέα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
λογοκοπώ — (Μ λογοκοπῶ, έω) νεοελλ. είμαι λογοκόπος, λέω κενές μεγαλοστομίες μσν. επαναλαμβάνω γνωστά, τετριμμένα, κοινά λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + κοπῶ (< κοπος < κόπτω), πρβλ. δημοκοπώ] … Dictionary of Greek